- συνεργατικός
- η , ό[ν] артельный; кооперативный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεργατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία 2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατική συνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο] … Dictionary of Greek
συνεργατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συνεργασία και τους συνεργάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεργής — ές, Α συνεργατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εργής (< ἔργον*), πρβλ. εὐ εργής] … Dictionary of Greek